- τετρακυμία
- τετρα-κῡμία, ἡ,A quadruple wave, produced by four winds, Eust.1537.33.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
τετρακυμία — τετρακυμίᾱ , τετρακυμία quadruple wave fem nom/voc/acc dual τετρακυμίᾱ , τετρακυμία quadruple wave fem nom/voc sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
τετρακυμία — ἡ, Α μεγάλη τρικυμία που οφείλεται σε ανέμους που πνέουν προς τέσσερεις κατευθύνσεις. [ΕΤΥΜΟΛ. < τετρ(α) * + κῦμα + κατάλ. ία (πρβλ. πεντα κυμία)] … Dictionary of Greek
τετρ(α)- — ΝΜΑ, και βοιωτ. τ. πετρα και θεσσαλ. τ. πετρο , Α α συνθετικό πολλών λέξεων όλων τών περιόδων τής Ελληνικής, το οποίο ανάγεται στο αριθμητικό τέσσερεις (για τη μορφή βλ. λ. τέσσερεις) και σημαίνει ότι αυτό που δηλώνει το β συνθετικό είναι,… … Dictionary of Greek